λιθόβλητος,

λιθόβλητος,
λιθό-βλητος, u. λιθο-βλής, ῆτος, mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; καρύη, παισὶ λιϑοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, ein Spiel des glücklichen Steinwurfes

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθόβλητος — stone throwing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόβλητος — η, ο (AM λιθόβλητος, ον) [λιθοβολώ] νεοελλ. αυτός που λιθοβολήθηκε μσν. διακοσμημένος με λίθους αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία …   Dictionary of Greek

  • λιθοβλήτου — λιθόβλητος stone throwing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβλήτων — λιθόβλητος stone throwing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεώδης — (I) λεώδης, ῶδες (Α) [λεώς] δημώδης, κοινός. (II) λεώδης, ῶδες (Α) αυτός που λιθοβολείται, λιθόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λέως (< λᾶας «λίθος»), πρβλ. κραταί λεως] …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθοβόλητος — λιθοβόλητος, ον (AM) [λιθοβολώ] λιθόβλητος …   Dictionary of Greek

  • λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”